Είμαι
με την Αλίσια ξαπλωμένη στην πίσω αυλή της Ακαδημίας, παρατηρώντας τα σύννεφα που
αλλάζουν σχήμα, και τον ήλιο που προσπαθεί να τα διαπεράσει. Κλείνω τα μάτια
μου και αφήνω το απαλό αεράκι να με χαϊδέψει, γαληνεύοντας την ψυχή μου.
«Άλις, συγγνώμη που νόμιζα ότι είχατε αφήσει το σημείωμα να κρέμεται στην πλάτη μου. Έπρεπε να το φανταστώ ότι δεν το είχατε δει».
Χαμογελάει συνεσταλμένα. «Όλοι αυτό θα πίστευαν δεν πειράζει».
Ένα
χαμόγελο χαράζεται και στο δικό μου πρόσωπο μου. Ηρεμία…
«Ελίζ;»
«Χμμ..»
μουρμουρίζω με τα μάτια μου ακόμη κλειστά.
«Νομίζω
ότι είμαι έτοιμη να σου μιλήσω για τον Λόγκαν. Ξέρω ότι είδες την φωτογραφία
στο συρτάρι μου, και ύστερα από τα γεγονότα στο σιντριβάνι σού οφείλω μια
εξήγηση».
Ανασηκώνομαι
και την παρατηρώ. «Δεν μου οφείλεις τίποτα, Άλις. Ωστόσο, θέλω να ξέρεις ότι μπορείς
να με εμπιστευτείς» την διαβεβαιώνω.
Αντιγράφει
την κίνηση μου. «Το οφείλω ίσως στον εαυτό μου, να το βγάλω από μέσα μου. Να
μιλήσω σε κάποιον…»
Παίρνει
μια βαθιά ανάσα και καθαρίζει τα μαλλιά της από το χορτάρι. «Παλιά σπούδαζε
στην Ακαδημία και ήταν ένας άριστος μαθητής. Όλοι οι καθηγητές ήταν
ευχαριστημένοι μαζί του και πίστευαν ότι θα μπορούσε να καταφέρει ότι και αν
σκεφτεί. Όμως,» μου ρίχνει ένα δισταχτικό βλέμμα. «όπως σου έχω αναφέρει ξανά, στο
τρίτο έτος άρχισε να κάνει διάφορες μικρές παρανομίες, όπως να κλέβει τους
φακέλους των μαθητών από το γραφείο του διευθυντή, να μην παρακολουθεί τα
μαθήματα, να χρησιμοποιεί τις δυνάμεις του ενάντια στους καθηγητές και μαθητές».
Η
φωνή της γίνεται πιο λεπτή, φανερώνοντας την αλλαγή στη διάθεση της.
«Όλα
αυτά θα μπορούσαν να του τα συγχωρήσουν αν..» Σκουπίζει βιαστικά την υγρασία από
τα μάτια της. «Λένε ότι προσπάθησε να ανοίξει μια κρύπτη, στο Ναό της
Ακαδημίας, η οποία κατέληγε σε μια από τις πύλες του Κάτω Κόσμου».
Στο
Ναό; Πύλες του Κάτω Κόσμου;
Ρουφάει
τη μύτη της. «Οι μαθητές στην αρχή τον κοροϊδεύαν και τον κατονόμαζαν τρελό
όμως μετά από λίγο καιρό άρχισαν να τον φοβούνται και να τον σιχαίνονται. Ο
διευθυντής τον απέβαλλε και το συμβούλιο των Ανθρώπων τον έστειλε στο Αμφιλίνε[1]».
Την
παίρνω στην αγκαλιά μου προσπαθώντας να την ηρεμήσω. Ένα βαρύ σύννεφο γεμίζει
το στήθος μου, κάνοντας την ψυχή μου να μελαγχολεί. Την χαϊδεύω απαλά στην
πλάτη θέλοντας να την καθησυχάσω, αλλά οι λυγμοί δεν σταματούν.
«Απλά
μου λείπει τόσο πολύ και…» Πνίγεται με τα δάκρυα της. «Ξέρω ότι δεν θα μπορέσω
να τον δω πότε ξανά».
Δεν
υπήρχαν λόγια που θα μπορούσα να πω για να την κάνουν να νιώσει καλύτερα, αυτή
ήταν η πικρή αλήθεια. Μπορούσα όμως να σκεφτώ πόσο απαίσια θα ένιωθα αν κάτι
τέτοιο συνέβαινε στον δικό μου αδερφό και κατ’ επέκταση στην οικογένεια μου. Ίσως
να μην την καταλάβω ποτέ απόλυτα, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν αξίζει να προσπαθήσω.
Και αυτό έκανα.
[1] Η πόλη
των Φαντασμάτων. Φημολογείται ότι πολλά πλάσματα που νοσούν ψυχικά βρίσκουν καταφύγιο εκεί για να γιατρευτούν. Ο τρόπος άγνωστος, όπως και η ύπαρξη τους μετά.