«Ακόμα;»
φωνάζω στην Αλίσια, η οποία έχει κάνει κατάληψη στο μπάνιο το τελευταίο δίωρο.
«Άσε
με σου λέω».
«Θέλω
να κάνω και εγώ μπάνιο».
«Να
πας στα κοινόχρηστα».
«Σοβαρά
τώρα; 8ος όροφος σε ένα τεράστιο κάστρο, κοινόχρηστα μπάνια, μία η ώρα το βράδυ.
Δεν μπορείς να κάνεις την σύνδεση;» Ακουμπάω το κεφάλι μου στην πόρτα, ρίχνοντας
το τελευταίο μου χαρτί. «Άσε που έχουμε απαγόρευση κυκλοφορίας…»
«Ε
τότε κάτσε και περίμενε».
Σταυρώνω
τα χέρια μου. Δεν έπιασε... «Πόσο ακόμα;»
«Δεν
έχω ξεκινήσει καν το μπάνιο. Ακόμη χαλαρώνω».
Ξεφυσάω
εκνευρισμένη. «Τέλεια!»
Παίρνω
μια μικρή και μια μεγάλη πετσέτα, τα ρούχα μου, και βγαίνω από το δωμάτιο. Σε
όλους τους διαδρόμους υπάρχουν φώτα, οπότε λείπουν οι σκοτεινές γωνίες που μπορεί
να σε κάνουν να ανατριχιάζεις.
Περνάω
τους φύλακες στον τρίτο όροφο, αφού τους ενημερώνω για την κατάσταση -ευτυχώς-
μου επιτρέπουν την έξοδο, με την προϋπόθεση ότι θα κάνω όσο πιο σύντομα μπορώ.
Έτσι,
μόλις φτάνω, κρεμάω τις πετσέτες μου στη γυάλινη πόρτα και μπαίνω μέσα στη
ντουζιέρα. Γδύνομαι και ανοίγω το νερό. Ο ήχος του κρούει εκκωφαντικός στο
μαρμάρινο πάτωμα, κάνοντας με να ντρέπομαι που χαλάω την σιωπή του χώρου.
Αντίθετα
στο μυαλό μου επικρατεί οχλαγωγία. Είναι δυνατόν η Έμερλαιν να είναι πράγματι
με τον Στεφάν; Κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά. Γιατί μου είναι τόσο
δύσκολο να το πιστέψω, αφού ξέρω ότι αυτή είναι η πρωταγωνίστρια του
βιβλίου και αυτός ο πρωταγωνιστής. Επομένως… Δεν θεωρείται γραφτό να είναι μαζί;
Σαν κάτι να σπάει σκίζει την
ατμόσφαιρα, και με κάνει να τιναχτώ, ενώ διώχνει κάθε σκέψη από το μυαλό μου.
Κλείνω βιαστικά το νερό και τυλίγω
την πετσέτα γύρω από το σώμα μου. Σιωπή… Μόνο η άστατη αναπνοή μου και
οι σταγόνες του νερού ενοχλούν την ησυχία. Επιλέγω να μην ρωτήσω μήπως βρίσκεται
κάποιος άλλος εδώ, όπως γίνεται συνήθως στις ταινίες τρόμου, παρά να ντυθώ όσο
πιο αθόρυβα και γρήγορα γίνεται.
Στιγμές αργότερα, ανοίγω την πόρτα δισταχτικά
και κοιτάω γύρω μου. Κανείς. Άρα ίσως να ήταν η ιδέα μου… Όμως, μετά την
επίθεση σε εκείνη την κοπέλα, μπορώ να μην είμαι παράλογη με τον παραμικρό
παράξενο θόρυβο;
Στέκομαι για λίγο πάνω στην πόρτα,
και αφού εισπνέω βαθιά και γεμίζω την καρδιά μου με θάρρος, την ανοίγω ολοκληρωτικά.
Αφήνω ένα επιφώνημα έκπληξης, όταν τα μάτια μου συναντούν μια μυώδη πλάτη.
Η βαριά του φωνή με υποδέχεται. «Πάλι
εσύ;»
Ξεφυσάω, και ακουμπάω το χέρι μου
στο στέρνο μου. «Εσύ είσαι;» ανταπαντώ. Τα τιρκουάζ μάτια του Στεφάν με κοιτούν
εξονυχιστικά. «Με τρόμαξες! Τι κάνεις εδώ;»
«Εγώ ή εσύ;»
«Εσύ φυσικά».
Τα χείλη του τραβιούνται σε ένα
πλάγιο χαμόγελο, καθώς γυρνά εξολοκλήρου προς το μέρος μου. Μην κοιτάξεις τους
κοιλιακούς του! «Κοίτα μικρή, ξέρω πως μάλλον σου αρέσω, αλλά θεωρώ απαραίτητο
να σου ξεκαθαρίσω ότι δεν ενδιαφέρομαι».
«Συγγνώμη;» Το σαγόνι μου πέφτει στο
πάτωμα. «Εσύ είσαι αυτός που εμφανίζεται πάντα όπου και αν πηγαίνω».
Ανασηκώνει
το φρύδι του. «Μήπως γιατί πάντα είσαι στο λάθος μέρος την λάθος στιγμή;»
Τον
κοιτώ με μισόκλειστα μάτια. «Φυσικά και όχι».
«Χμμμ…
Για να σκεφτώ» μουρμουρίζει. «Ποιος βρίσκεται στα ανδρικά μπάνια, ενώ υπάρχει
απαγόρευση κυκλοφορίας;»
Σαστίζω.
«Ανδρικά μπάνια;» Νεύει αργά, και εγώ βρίζω από μέσα μου. «Θα έγινε κάποιο
μικρό λάθος».
«Στα
λόγια μου έρχεσαι».
«Που
φυσικά», συνεχίζω «δεν έχει καμία σχέση με την παρουσία σου εδώ».
«Το
φαντάζομαι».
Σφίγγω
τα πράγματα πάνω μου. «Και καλά κάνεις» απαντώ, αλλά μένω λίγο ακόμα στη θέση
μου. Πώς γίνεται να μπέρδεψα τα ανδρικά από τα γυναικεία μπάνια; Βέβαια,
η απάντηση έρχεται μεμιάς: Αφού δεν κοίταξες που έμπαινες. Αγνοώ την
επικριτική φωνή του μυαλού μου. «Να πηγαίνω λοιπόν».
«Θα μπορέσεις να βρεις τον σωστό
δρόμο ή θες να σε συνοδεύσω;»
«Είμαι καλά, ευχαριστώ» ειρωνεύομαι.
«Καλώς». Τον κοιτώ και με κοιτά.
Κανείς δεν κουνιέται. «Να έχεις ένα όμορφο βράδυ λοιπόν» μουρμουρίζει
διώχνοντας μου ευγενικά ότι πρέπει να πηγαίνω.
Συγκατανεύω και επιτέλους ο
εγκέφαλος μου ξυπνάει, δίνοντας εντολή στα πόδια μου να ξεκινήσουν. Τι σε
έχει πιάσει επιτέλους; Σταματάω λίγο πριν βγω από την πόρτα, και γυρνάω προς
το μέρος του. «Θύμισε μου, γιατί είσαι εδώ αυτ-»
Το βλέμμα μου βρίσκει τη μορφή του,
τη στιγμή που ξετυλίγει την πετσέτα, η οποία τόση ώρα έκρυβε την περιοχή «κάτω από
τη ζώνη». Τα μάτια μου γουρλώνουν και η ανάσα μου κόβεται.
«Ναι έτσι κάνουν όλες» λέει μέσα από
τα γέλια του.
Κλείνω τα βλέφαρα μου και βγαίνω από
τα κοινόχρηστα μπάνια χωρίς να πάρω την απάντηση που ήθελα -για μια ακόμα φορά.
Τουλάχιστον, ευτυχώς που ο κόπανος φορούσε εσώρουχο.
*The picture above is found on Pinterest.