Μία
βαριά κουρτίνα από μαύρα και μαβιά σύννεφα είχε απλωθεί από άκρη σ' άκρη στον
ουρανό. Κάλυπτε το φεγγάρι κρύβοντας και το παραμικρό φως, έτσι ώστε κανείς να
μην μπορεί να με δει.
Ελπίζω
μόνο η μικρή που συνάντησα προηγουμένως να μην αναφέρει πουθενά ποιόν είδε ή
πως έμοιαζε.
Παρατηρώ
το κτήριο αναλύοντας τις επόμενες κινήσεις στο μυαλό μου. Αν θέλω να μπω στο
γραφείο του διευθυντή πρέπει να πάω από τον δεύτερο τομέα του πρώτου ορόφου. Να
βγω από το παράθυρο της Ε4 και να σκαρφαλώσω στ-
«Σταμάτα! Ως φύλακας σε διατάζω να σταματήσεις».
Πάλι
ο άχρηστος ο Λούι; Θαρρείς και δεν έχει καταλάβει ότι τόσα χρόνια δεν με έχει
πιάσει… Γιατί να τα καταφέρει τώρα;
Σκύβω
ελαφρά κάτω από τους θάμνους του πίσω κήπου, και ψάχνω με το βλέμμα μου τυχόν
λιμνούλες στο χορτάρι από την βροχή. Παρατηρώ μία λίγα μέτρα στα αριστερά του.
«Θα
σε πιάσω αυτή τη φορά μικρέ».
Γελάω
σιγανά, καθώς παγώνω τις σταγόνες βροχής που προς ευχαρίστηση μου άρχισαν να
γίνονται πιο δυνατές. Ο ήχος που δημιουργείται καθώς χτυπούν τα φύλλα των
δέντρων, τον κάνουν να νομίζει πως κάποιος κρύβεται ανάμεσα στους θάμνους.
Έτσι,
πλησιάζει τρέχοντας προς την πλευρά που τον χρειάζομαι. Την στιγμή που είναι
έτοιμος να πατήσει την λιμνούλα, παγώνω την επιφάνειά της, αναγκάζοντας τον να
γλιστρήσει.
Συγκρούεται
με το έδαφος ακαριαία, με ένα μουγκρητό να τον συνοδεύει.
Εκτοξεύομαι
από την κρυψώνα μου, και παίρνω τον δρόμο προς το σιντριβάνι. Ώσπου ξαφνικά,
κάτι ορμάει καταπάνω μου και συγκρούεται με το στέρνο μου.
Γδουπ!
Μια μάζα από μαλλιά προσπαθεί να
ανασηκωθεί από το χώμα. «Πρόσεχε μικρή!» μουρμουρίζω, ενώ φλερτάρω με την ιδέα
να την αφήσω εκεί με το σκεπτικό ότι έχω μια πιο σημαντική δουλειά να κάνω.
Σταματάω όταν την ακούω να
παραπονιέται. «Δ-δεν α-ντέ-χω αυτόν τ-τον πό-νο». Τρίβει το κεφάλι της και
προσπαθεί -σχεδόν απελπισμένα- να ανασηκωθεί.
Ξεφυσάω, γιατί ξέρω πως δεν μπορώ να
την αφήσω εδώ. Ειδικά όταν ακούγονται γέλια από κάπου στο βάθος και αντρικές
φωνές. Πάλι πειράζουν πρωτάκια;
Την παίρνω στην αγκαλιά μου και την
μεταφέρω μέσα στο κτήριο της Ακαδημίας. Το κρύο και η βροχή σίγουρα δεν θα την
βοηθήσουν να συνέλθει. «Τι σου συνέβη;»
«Δεν έχω ιδέα».
Η φωνή της αχνή. Γεγονός που σημαίνει ότι
το κεφάλι της είναι σε χειρότερη κατάσταση από ότι φανταζόμουν. Σίγουρα, δεν ευθύνεται
η σύγκρουσή μας. Προφανώς αυτός ο βλάκας ο Ρέυ πάλι χρησιμοποίησε τις δυνάμεις
του για να διασκεδάσει.
«Ποιο είναι το όνομά σου;» ρωτάω όταν
μπαίνουμε μέσα στο κτήριο. «Πού είναι το δωμάτιό σου;»
Δεν απαντά.
«Ε, μικρή!» Έχουμε απομακρυνθεί αρκετά για
να είναι ακόμα ναρκωμένη. «Μίλησέ μου».
«Δεν… δεν ξέρω πού είναι».
«Το όνομά σου. Πες μου το όνομά σου και θα
σε βοηθήσω να το βρεις».
«Ελ…» Την ακουμπάω στο μαρμάρινο περβάζι
απέναντι από το σιντριβάνι. «Ελίζ».
Δεν γίνεται να άκουσα καλά! «Ελίζ;»
Ανοιγοκλείνει τα μάτια της, προσπαθώντας ίσως
να καθαρίσει την όρασή της. «Ελίζ», επαναλαμβάνει.
Τα μάτια μας κλειδώνουν και νιώθω θαρρείς
και μια αλυσίδα σφίγγει αποπνικτικά τον λαιμό μου.
«Ποιος είσαι;» συνεχίζει.
«Σήκω, θα σε πάω στο δωμάτιό σου». Το ένα
χέρι μου τυλίγεται γύρω από το μπράτσο της και το άλλο περνάει πάνω από τους
ώμους της, τραβώντας την όρθια. «Γρήγορα, πριν εμφανιστεί κανένας φύλακας».
Μου ρίχνει μια πλάγια ματιά. «Είσαι
βρεγμένος».
«Το ίδιο και εσύ».
Την συγκρατώ λίγο πριν πέσει. Δεν είναι
ακόμη έτοιμη να την αφήσω να προχωρήσει μόνη της, το ‘πιασα!
«Πονάω και κρυώνω».
Ξεφυσάω. «Σε λίγο θα είσαι στο κρεβάτι σου
και θα τα ξεχάσεις όλα».
Σταματάει απότομα. «Γιατί να σε
εμπιστευτώ;»
«Τι λες;»
Αντιδρά σαν ο πονοκέφαλος να εξαφανίζεται
μαγικά. «Γιατί να σε πιστέψω ότι θα με πας στο δωμάτιό μου; Και αν έχεις άλλα
στο μυαλό σου;»
Την προτρέπω να προχωρήσει. «Δεν είμαι
τέτοιος».
Σταματάει ξανά. «Και εγώ πού το ξέρω;»
Ξεφυσάω ενοχλημένος. «Για τόσο κοντή έχεις
μεγάλο θράσος».
«Γιατί, τι έχουν οι κοντές;»
«Τίποτα, μ’ αρέσουν οι κοντές» Από όλα
τα πράγματα που μπορούσα να πω, αυτό βγήκε από τα χείλη μου; «Εννοώ… Δεν
εννοώ αυτό που νομίζεις. Το είπα με την καλή έννοια για να μην… ξέρεις». Περνάω
το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου. «Για να μη φανεί ότι σε προσβάλω».
«Και γιατί να πρ-»
«Ποιος είναι εκεί;» φωνάζει κάποιος
αυστηρά. Πάλι ο βλάκας ο Λούι;
Καλύπτω το στόμα της, τραβώντας την μέσα στους
κοιτώνες των αρένων, αλλά κοπανιέται σε μια προσπάθεια να ελευθερωθεί. «Κάτσε
ήσυχη αν θες να μη μας καταλάβουν».
Η φωνή του Λούι ακούγεται ξανά, πιο
αμείλικτη από πριν, και τα βήματά του είναι πλέον ξεκάθαρα. Μας πλησιάζει.
«Βγείτε από την κρυψώνα σας και θα είμαι πιο επιεικής με την ποινή σας».
«Ωραία τα κατάφερες τώρα», ψιθυρίζω
σκεπτόμενος ότι θα πρέπει να την κρατήσω μαζί μου για -πιθανότατα- το υπόλοιπο
βράδυ.
«Εγώ φταίω;» σπεύδει να απαντήσει,
μετατρέποντας τον πάγο μέσα μου σε υγρή φωτιά που ανεβάζει τους παλμούς μου.
«Αν δεν μίλαγες τόσο δυνατά, δεν θα μας
είχαν καταλάβει». Βήματα ακούγονται πίσω από την πόρτα και αρπάζω το χέρι της
κατευθύνοντας την προς το δωμάτιο μου.
Δεν το πιστεύω ότι πρέπει να την έχω μαζί
μου όλο το βράδυ αντί να κάτσω να προετοιμαστώ κατάλληλα!
«Είναι ακόμη εδώ» λέω καταπνίγοντας κάθε
ελπίδα που είχα ότι θα την ξεφορτωθώ. Τα βήματα φτάνουν έξω από την πόρτα που
μας κρατά κρυμμένους.
Βρίζω από μέσα μου και αφήνω από τα χείλη
μου να γλιστρήσουν λόγια που ήλπιζα να μην ξεστομίσω ποτέ. «Τώρα θα με
αναγκάσεις να σε κρατήσω στο δωμάτιό μου».
*Most pictures are found in Pinterest.