Christina Psylla 📖
Καμία Ενοχή
Home » POV Στεφάν  »  Καμία Ενοχή
Καμία Ενοχή
Διαβάστε μία σκηνή του κεφαλαίου 19 από την πλευρά του Στεφάν Γκέρμο.

Το βλέμμα μου αιχμαλωτίζεται από την μορφή της, από το σώμα της που κινείται σαν κύμα στη θάλασσα και από τα ανάλαφρα, αλλά σίγουρα βήματά της. Διασκέδασε όσο και εγώ στον καταρράκτη, άραγε; Γέρνω το κεφάλι μου στα πλάγια παρατηρώντας την καλύτερα. Αν δεν υπήρχε η Εμερλάιν και ο Ντέρεκ, πώς θα ήταν να περνάμε περισσότερο χρόνο μόνοι μας;

Τα μαύρα μάτια της συναντούν τα δικά μου στιγμιαία. Τα χείλη της μισανοίγουν. Κόκκινα και ζουμερά, με κάνουν να αναρωτιέμαι πώς θα ένιωθαν τα δικά μου ανάμεσά τους.

Ξεφυσάω και περνάω το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου. Πρέπει να συγκεντρωθώ σε αυτό που έχω να κάνω και να μην παρεκτρέπομαι. Ωστόσο, η ανάμνηση του κορμιού της πάνω στο δικό μου, λίγες στιγμές πριν, δεν με αφήνει. Όσο και αν προσπαθώ να ξεκολλήσω το μυαλό μου από αυτή, πάντα γυρνά εκεί. Στο νερό γύρω μας, στο φόρεμα της ανάμεσα στα δάχτυλά μου, στο άρωμά της…

Δεν μπορώ να παρέμβω, δεν πρέπει!

Όμως… Η θύμηση των χειλιών της μια κλωστή μακριά από τα δικά μου, τα σκούρα μάτια της, σαν τον νυχτερινό ουρανό, με κάνουν να δράσω ασυναίσθητα. Αρπάζω το χέρι της μουρμουρίζοντας κάτι που ούτε εγώ καταλαβαίνω, και την τραβάω στην αγκαλιά μου.

Το δέρμα της καυτό κάτω από το άγγιγμα μου, καθώς περνάω το μπράτσο μου γύρω από τη μέση της. Νιώθω τα κύτταρα μου να ηλεκτρίζονται και πλησιάζω προς το μέρος της. Σχεδόν γεύομαι τα χείλη της…

Καμία ενοχή. Καμία μεταμέλεια.

«Δεν χάνεις χρόνο, έτσι;» ρωτάει μια γνώριμη γυναικεία φωνή, βγάζοντάς με βίαια από το παραλήρημα μου.

Η Έμερλαιν…

Γυρνάω προς το μέρος της μετακινώντας το κορίτσι στην αγκαλιά μου πίσω μου. «Δεν είμαι αναγκασμένος να δώσω εξηγήσεις» απαντώ, ενώ προσπαθώ να συντονίσω τις αισθήσεις μου σε οτιδήποτε άλλο εκτός από την μυρωδιά και την γεύση της Ελίζ.

«Φυσικά και είσαι! Σε προειδοποίησα τις προάλλες, αλλά δεν λες να καταλάβεις».

Την πλησιάζω. «Όχι, αυτή που δεν καταλαβαίνει είσαι εσύ». Τυλίγω τα δάχτυλα μου γύρω από το μπράτσο της, σε μια προσπάθεια να ξεχάσω πως ένιωθα το δέρμα της Ελίζ. «Τρέξε τώρα στον Ντέρεκ να πεις ότι είδες».

«Δεν τελειώσαμε!» φωνάζει απειλητικά και φεύγει.

Πάνω που νόμιζα πώς ολοκληρώθηκε αυτή η παρωδία, και θα μπορούσα να εξηγήσω στην Ελίζ τι συμβαίνει, μια άλλη φωνή σπάει την φούσκα που μόνο εμείς μπορούμε να δημιουργήσουμε.

«Πού ήσουν; Έφαγα τον κόσμο να σε βρω!»

Πάλι αυτός ο Ρέυ;

Η Ελίζ τον κοιτά χαμένη. «Από που κι ως-»

«Ήσουν με αυτόν;» ρωτά και με δείχνει με το κεφάλι του.

Ετοιμάζομαι να επέμβω όταν οι λέξεις τις Ελίζ με σταματούν σαν εκκωφαντικό χαστούκι: «Είσαι με τα καλά σου; Τι δουλειά έχ-»

«Έχεις μαζί μου;» σπεύδω να συμπληρώσω.

Ο πάγος μέσα μου καίει το αίμα μου, κάνοντας το βλέμμα μου μια τέλεια εκπροσώπηση του. Καταπνίγω τον θυμό μου, και ακαριαία τα μάτια μου αφομοιώνουν ένα άνετο, αν όχι αδιάφορο, ύφος. «Πώς σου ήρθε ότι θα μπορούσα να είμαι μαζί της;»

Ο Ρέυ όμως δεν μου απαντά. Γυρνά στο κορίτσι της φωτιάς με έξαλλη χροιά. «Σ’ αρέσει; Σ’ αρέσει αυτός;»

Περιμένω μια επιβεβαίωση να βγει από τα χείλη της. Κάτι να μου δείξει ότι έβγαλα βιαστικά συμπεράσματα, αλλά αυτή διστάζει και ο θυμός μέσα μου δυναμώνει. Δεν το πιστεύω ότι θα τα κατάστρεφα όλα για εκείνη!

Τα μάτια της κλειδώνουν με τα δικά μου, θαρρείς και ο Ρέυ δεν υπάρχει. «Δεν θα γινόταν ποτέ, τίποτα μεταξύ μας» συνεχίζω με αυστηρή χροιά.

«Μην ανησυχείς», απαντά η Ελίζ. «Ούτε για εμένα υπήρχε σαν ενδεχόμενο».

Σφίγγω το σαγόνι μου τόσο πολύ, που θα μπορούσα να το σπάσω. Χαμογελάω στραβά για να το κρύψω και περνάω από μπροστά της φεύγοντας.

Παρόλα αυτά, πιάνω τον εαυτό μου να θέλει να ακούσει την συνέχεια. Έτσι, γυρνάω σχεδόν ακαριαία πίσω, και στέκομαι κρυμμένος στη γωνία του διαδρόμου.

«Πες μου, γαμώτο! Πες μου τι πρέπει να κάνω» της φωνάζει, ενώ τα χέρια του σφίγγουν τα μπράτσα της.

Τα δάχτυλά του έχουν ασπρίσει, που σημαίνει ότι την πονά. Αυτό ήταν! Θα τον διαλύσω, έστω και απλώσει ξανά χέρι πάνω της. Βγαίνω από την κρυψώνα μου με τις νιφάδες πάγου ήδη στη παλάμη μου, έτοιμος να τους πλησιάσω όταν…

            Την φιλάει.

Σταματάω απότομα στη θέση μου ανίκανος να πιστέψω στα μάτια μου. Την φιλάει, και αυτή δεν κάνει τίποτα. Απολύτως τίποτα. Τα χείλη της ανοίγουν, σαν να ανταποδίδουν το φιλί.

Γρυλίζω από μέσα μου, καθώς ακολουθώ τον δρόμο προς το δωμάτιο μου. Ποιος κοροϊδεύει ποιον, Ελίζ;

Κοπανάω την πόρτα πίσω μου με δύναμη. Η ανάμνηση των χειλιών της που αγγίζουν τα δικά του με κατακεραυνώνει. Χτυπάω το χέρι μου στον τοίχο. Δεν είναι η πρώτη φορά που τους πιάνω μαζί.

 «Τι έγινε; Ερωτική απογοήτευσή;» ρωτάει ο Ντέρεκ εξοργίζοντας με.

«Συμβαίνει κάτι;» αποκρίνομαι χωρίς να τον κοιτάξω.

«Ήρθα να σου πω ότι τα πράγματα πάνε ακριβώς όπως τα σχεδιάσαμε όποτε κοίτα μην κάνεις καμιά βλακεία με την μικρή».

Ξεφυσάω. Το τελευταίο που με νοιάζει είναι αυτή η υπόθεση. Ειδικά όταν το φιλί δεν φεύγει από το μυαλό μου.

«Σε προειδοποίησα ότι δεν πρέπει να την πλησιάσεις με αυτόν τον τρόπο. Είναι ενάντια στους κανόνες, που εσύ ο ίδιος συμφώνησες».

«Αφήστε με στην ησυχία μου, καθηγητά» μουγκρίζω.

Ένα χαμόγελο χαράζεται στο πρόσωπο του. «Σε πονάει η αλήθεια;»

«Οι επιλογές μου. Έπρεπε να ρισκάρω, όχι να ακούσω αυτά που μου-»

«Τι; Τώρα τα ρίχνεις σε εμένα;»

Γυρνάω να τον κοιτάξω. «Όχι όσο ακόμα μπορώ να διορθώσω ότι έγινε».

Ανοίγω την πόρτα του δωματίου, αλλά με σταματάει απότομα. «Τι πας να κάνεις;»

«Πρέπει να την δω, πριν να είναι πολύ αργά».

«Δεν μπορείς. Δεν θα σου επιτρέψω να καταστρέψεις τα πάντα».

«Δική μου η ζωή, δικά μου και τα λάθη», ανταπαντώ και παίρνω τον δρόμο για να βρω την Ελίζ.

*The pictures are found on Pinterest

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *